ευφρόνη

ευφρόνη
εὐφρόνη, ἡ (Α)
1. η καλή ώρα (κατ' ευφ. αντί η νύκτα) («μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί», Ησίοδ.)
2. φρ. «ἄστρων εὐφρόνη» — νύχτα γεμάτη αστέρια
3. (στη γεν. εν. ως επίρρ.) εὐφρόνης
κατά τη διάρκεια τής νύκτας
4. (κατά τον Ησύχ.) ευφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φρον- (ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν-
πρβλ. φρέν-ες, φρην). Έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι η λ. δεν είναι παρά συντετμημένος τύπος τής λ. ευφρο[σύ]νη. Η λ. χρησιμοποιείται ευφημιστικώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐφρόνη — the kindly time fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνῃ — εὐφρόνη the kindly time fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόναι — εὐφρόνη the kindly time fem nom/voc pl εὐφρόνᾱͅ , εὐφρόνη the kindly time fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνηι — εὐφρόνῃ , εὐφρόνη the kindly time fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρονέων — εὐφρόνη the kindly time fem gen pl (epic ionic) εὐφρονέων with kind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρονῶν — εὐφρόνη the kindly time fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόναις — εὐφρόνη the kindly time fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνην — εὐφρόνη the kindly time fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνης — εὐφρόνη the kindly time fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνῃσι — εὐφρόνη the kindly time fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”